- ενευδαιμονώ
- ἐνευδαιμονῶ, -έω (Α)ευδαιμονώ, είμαι ευτυχής με κάτι ή μέσα σε κάτι (α. «ταῑς βασιλείαις ἐνευδαιμόνησαν», Διόδ. Σικελ.θ. «οἷς ἐνευδαιμονῆσαί τε ὁ βίος ὁμοίως καὶ ἐντελευτῆσαι ξυνεμετρήθη», Θουκ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.